- κατοκνώ
- (ΑΜ κατοκνῶ, -έω)δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.)μσν.(για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκροςαρχ.είμαι νωθρός, αδρανώ λόγω οκνηρίας («ὅπερ ἄν, εἰ ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι, ῥᾳδίως ἐγένετο», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀκνῶ «διστάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.